- γενικευτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που γενικεύει: Η μέθοδος που ακολούθησε ήταν γενικευτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γενικευτικός — ή, ό 1. ο σχετικός, κατάλληλος ή ικανός στη γενίκευση*. 2. αυτός που περιορίζει έκθεση ή διήγηση στα γενικά της σημεία … Dictionary of Greek
καθολικευτικός — ή, ό [καθολικεύω] αυτός που επιφέρει καθολίκευση, γενίκευση, γενικευτικός … Dictionary of Greek